Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα και Σύνδρομα Υπέρχρησης

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα (ΣΚΣ, The Carpal Tunnel Syndrome) είναι μια συχνή πάθηση των χεριών, ιδίως των γυναικών η οποία προκαλεί πόνο, μουδιάσματα και ατροφίες στην άκρα χείρα. Η αναλογία γυναικών – ανδρών είναι 9:1.Η πάθηση δεν είναι επικίνδυνη, αλλά είναι ενοχλητική  διατρέχει χρονικό διάστημα 5-10 ετών οπότε τα ενοχλήματα μπορεί να σταματούν μεν σε κάποιους ασθενείς, αλλά στα χέρια παραμένουν ατροφίες και μυϊκή αδυναμία. Αυτός είναι ο κύριος λόγος πού είναι απαραίτητη η θεραπεία. Το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος κατά την έναρξη  έχει παράξενα συμπτώματα και ποτέ δεν είναι τα ίδια σε όλους τους ασθενείς. Γι αυτό εύκολα διαφεύγει από την έγκαιρη διάγνωση ακόμα και έμπειρων ορθοπαιδικών. Σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπτώματα είναι ασαφή, ο ασθενής «δεν ξέρει που πονάει ακριβώς» αναφέρει  «πονάω παντού και μου μουδιάζουν όλα τα δάκτυλα» στο άνω άκρο από τα δάκτυλα μέχρι τον ώμο. Άλλοι ασθενείς αναφέρουν  «με πονάει ο ώμος», άλλοι λένε «μου μουδιάζει όλο το χέρι μου» εννοώντας όλο το άνω άκρο. Συνήθως ο ασθενής παρουσιάζει πόνο στα χέρια και στο αντιβράχιο, και μουδιάσματα στα 3-4 δάκτυλα κερκιδικώς, και σπανιότερα μυϊκή αδυναμία (του “πέφτουν τα αντικείμενα από τα χέρια”).

 

 

Οι μισοί ασθενείς έχουν τα συμπτώματα τη νύχτα και χάνουν τον ύπνο τους, ενώ οι άλλοι μισοί τα έχουν την ημέρα. Σε παραμελημένες περιπτώσεις Συνδρόμου Καρπιαίου Σωλήνος παρατηρείται ατροφία των μυών του θέναρος και λειτουργική αδυναμία του χεριού. Για πρακτικούς λόγους, από την κλινική εικόνα και τα ηλεκτρονευρογραφικά ευρήματα ταξινομούμε το Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος σε τρία στάδια βαρύτητας, το στάδιο Ι (ελαφρές περιπτώσεις), το στάδιο ΙΙ (εγκατεστημένο με έντονα ευρήματα κλινικά και ΗΜΓ), και το στάδιο ΙΙΙ (παραμελημένο με ατροφίες).

 

 

Από το έτος 2007 η Αμερικανική Εταιρεία Ορθοπαιδικών έχει καθιερώσει εδικό πρωτόκολλο για την ακριβή διάγνωση και θεραπεία των ασθενών με Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος. Το ιστορικό και μόνο είναι αρκετό για να βάλει τη διάγνωση του Συνδρόμου Καρπιαίου Σωλήνος σε μεγάλο ποσοστό. Δύο ειδικές δοκιμασίες είναι συνήθως χρήσιμες για την διάγνωση του. Η μία είναι η κάμψη του καρπού, πού ανευρίσκεται μειωμένη και επώδυνη. Η δεύτερη δοκιμασία είναι το Test Phalen. Οδηγούμε τον καρπό σε έκταση και μετά από ένα λεπτό περίπου αν είναι ασθενής- ο “ασθενής” εμφανίζει μουδιάσματα στα 3,5 Κερκιδικώς δάκτυλα.

 

 

Το Test Phalen έχει βρεθεί θετικό στις διάφορες εργασίες από 48%-80% των ασθενών με Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος. Είναι γνωστό ότι, άλλες παθήσεις που δημιουργούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά του Συνδρόμου Καρπιαίου Σωλήνος, είναι η Αυχενική Ριζοπάθεια λόγω Κήλης Δίσκου Αυχένος, η Περιφερική Πολυνευρίτις, το Σύνδρομο του Στρογγύλου Πρηνιστή, και σπάνια η Πολλαπλή Σκλήρυνση (“Σκλήρυνση κατά Πλάκας”). Γι’ αυτό, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή να αποκλεισθούν αυτές οι περιπτώσεις πριν αποφασισθεί θεραπεία. Επειδή όμως ζούμε την εποχή των αποδείξεων (Evidence Βased Medicine) χρειάζεται κάποια τεκμηρίωση. Τα τελευταία 40 χρόνια, αυτή η τεκμηρίωση ήταν το Ηλεκτρομυογράφημα το οποίο ελέγχει Κινητικές Ταχύτητες αγωγής, Αισθητικές ταχύτητες αγωγής και δυναμικό σύσπασης του Θέναρος. Θεωρείται άκρως απαραίτητο πριν την χειρουργική επέμβαση να έχει γίνει τεκμηριωμένη διάγνωση του Συνδρόμου καρπιαίου Σωλήνος.

Θεραπεία 

Ελαφρές περιπτώσεις (1ο στάδιο) Συνδρόμου Καρπιαίου Σωλήνος αντιμετωπίζονται με αντιφλεγμονώδη φάρμακα και με νυχτερινό νάρθηκα. Μεσαίας βαρύτητας περιπτώσεις (2ο στάδιο) αντιμετωπίζονται με ένεση Κορτιζόνης (ενδοελυτρικώς) μέσα στην παλάμη, και νυχτερινό νάρθηκα. Σε προχωρημένα στάδια απαιτείται η χειρουργική διάνοιξη.

Η χειρουργική αντιμετώπιση των παραπάνω πραγματοποιείται γρήγορα, ανώδυνα και με μεγάλη ασφάλεια. Ο ασθενής δύναται να επιστρέψει μερικώς την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα καθώς και με πλήρη δραστηριότητα μετά από μια εβδομάδα.

Εκτινασσόμενος Δάκτυλος

Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος (trigger finger) είναι μια συχνή πάθηση των δακτύλων του χεριού, όπου διαταράσσεται επώδυνα η καμπτική λειτουργία τους, κάνοντας το δάκτυλο να δυσκολεύεται στην κάμψη – έκταση, και ενίοτε να “σκαλώνει” στην κάμψη, ή να εκτινάσσεται “σαν σκανδάλη” στην έκταση. Ο καμπτήρας τένοντας του δακτύλου παγιδεύεται στην είσοδο της πεπαχυσμένης ινώδους θήκης του Πρώτου καθεκτικού συνδέσμου (Α1 Pulley), μπορεί ακόμα και να τριπλασιαστεί σε μέγεθος, και έτσι σε έκταση περνά βιαίως τη στένωση με ένα “τίναγμα σαν σκανδάλη”.

 

 

Δύναται να ταξινομηθεί :

Στεγνωτική τενοντοελυτρίτιδα καμπτήρα αντίχειρα ή εκτινασσόμενος αντίχειρας (trigger thumb)

Στενωτική τενοντοελυτρίτιδα καμπτήρων δακτύλων ή εκτινασσόμενος δάκτυλος (4 δάκτυλα)

Στενωτική τενοντοελυτρίτιδα εκτεινόντων τενόντων του αντίχειρα-καρπού  De Quervain.

Η πάθηση οφείλεται κυρίως σε καταπόνηση του χεριού, που προκαλεί πάχυνση και στένωση του ινώδους ελύτρου του καμπτήρος τένοντος αντίστοιχα προς τις κεφαλές των μετακαρπίων και σε δευτεροπαθή τοπική πάχυνση του τένοντα. Στο σημείο αυτό υπάρχει ένας κυκλοτερής καθεκτικός σύνδεσμος πού φέρεται στην Αγγλική βιβλιογραφία με το όνομα A1 Pulley ( τροχαλία). Η συνεχής καταπόνηση του καμπτήρος τένοντος προκαλεί διόγκωση αυτού με αποτέλεσμα δυσαρμονία μεταξύ της διαμέτρου του τένοντος και της διαμέτρου του ελύτρου.

Σταδιοποιηση :

Στο πρώτο στάδιο υπάρχει απλώς μια τοπική διόγκωση και τοπική ευαισθησία με την πίεση του δέρματος, στα όρια δακτύλου και παλάμης, ενώ παράλληλα το δάκτυλο εμφανίζει πόνο στην κάμψη.

Στο δεύτερο στάδιο, στα ανωτέρω συμπτώματα προστίθεται και εμπλοκή του δακτύλου σε θέση κάμψης, αλλά ανατάσσεται εύκολα με τη δική του ισχύ.

Στο τρίτο στάδιο, ο πόνος και η εμπλοκή σε κάμψη είναι πολύ έντονα και η εμπλοκή δεν ανατάσσεται εύκολα παρά μόνο με την υποβοήθηση του άλλου χεριού και γίνεται σαν σκανδάλη.

Θεραπεία

Συντηρητική και χειρουργική

Στους ενήλικες, και σε ελαφρές περιπτώσεις η πάθηση αντιμετωπίζεται με απλή ξεκούραση του δακτύλου και χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, ενίοτε δε και με τοπική φυσικοθεραπεία και ένα ειδικό νάρθηκα ακινητοποίησης.

Η θεραπεία με ένεση κορτιζόνης: Επειδή η απλή θεραπεία δεν αποδίδει πάντα, τα τελευταία χρόνια εισήχθη η ενδοελυτρική θεραπεία με ένεση κορτιζόνης. Επιπροσθέτως θεραπεία με υαλουρονικό νάτριο: Επειδή κάποιοι ασθενείς πρέπει να αποφύγουν την κορτιζόνη για λόγους ανεπιθύμητων ενεργειών, τα τελευταία χρόνια εισήχθη η θεραπεία με ενδοελυτρική έγχυση υαλουρονικού νατρίου (sodium hyaluronate) με καλά αποτελέσματα.

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις πραγματοποιείται χειρουργική  διάνοιξη.

Η χειρουργική αντιμετώπιση των παραπάνω πραγματοποιείται γρήγορα, ανώδυνα και με μεγάλη ασφάλεια .Ο ασθενής δύναται να επιστρέψει μερικώς την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα καθώς και με πλήρη δραστηριότητα μετά από μια εβδομάδα.

ΣΤΕΝΩΤΙΚΗ ΤΕΝΟΝΤΟΕΛΥΤΡΙΤΙΔΑ ( ΝΟΣΟΣ De Quervain )

Η νόσος του De Quervain, είναι επώδυνη φλεγμονή στον μακρό απαγωγό και τον βραχύ εκτείνοντα του αντίχειρα, κατάσταση στην οποία παγιδεύονται κάτω από τον ραχιαίο σύνδεσμο του καρπού. Ο ραχιαίος σύνδεσμος συγκρατεί τους τένοντες κοντά στο οστο , γι’ αυτό και η διόγκωση και πάχυνση των τενόντων ή ρίκνωση του ελύτρου, εμποδίζει τη  ολίσθηση τους μέσα στο έλυτρο με αποτέλεσμα την δημιουργία  φλεγμονής, η οποία προκαλεί τοπικό πόνο και οίδημα.

 

 

Ο συνηθέστερος μηχανισμός πρόκλησης του συνδρόμου αυτού είναι η επαναλαμβανόμενη κίνηση με αντίσταση του καρπού με ταυτόχρονη απαγωγή και έκταση του αντίχειρα. Η κίνηση αυτή είναι συνηθισμένη στις μητέρες όταν σηκώνουν τα βρέφη. Επίσης η τενοντίτιδα με τη μορφή συνδρόμου υπέρχρησης De quervain παρατηρείται και σε διάφορα επαγγέλματα όπως σε μουσικούς, σε εργάτες οικοδομής και γενικά σε δραστηριότητες που απαιτούν μεγάλη και συνεχή κίνηση καρπού και δακτύλων (π.χ. πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή).

Συμπτώματα είναι, ο πόνος του αντίχειρα στο ύψος του καρπού, ο οποίος μπορεί να αρχίσει προοδευτικά με αντανάκλαση στον αντίχειρα και το αντιβράχιο ή ακόμα και να προκαλεί έγερση από τον ύπνο. Ο πόνος γίνεται εντονότερος με τη χρήση του αντίχειρα και κυρίως στο έντονο πιάσιμο, την πλάγια σύλληψη και στροφή, όπως π.χ. στη χρήση του κλειδιού. Είναι δυνατόν επίσης να παρουσιαστεί ελαφρύ οίδημα στην εσωτερική πλευρά του καρπού. Λόγω του πόνου και του οιδήματος, περιορίζεται η κίνηση του αντίχειρα.

Στο ενδεχόμενο σταδιακής εμφάνισης, η αρχική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη φάρμακα, πάγο και ανάπαυση και αποχή από δραστηριότητες που επιδεινώνουν την κατάσταση. Τα φυσικά θεραπευτικά μέσα για τον έλεγχο του πόνου και του οιδήματος όπως οι υπέρηχοι, τα laser  κ.τ.λ. είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Ο νάρθηκας για την τενοντοελυτρίτιδα De quervain που περικλείει την καρπομετακάρπια και την μετακαρποφαλαγγική άρθρωση του αντίχειρα και τον καρπό εφαρμόζεται συνέχεια για τις πρώτες 2-3 εβδομάδες και όσο υποχωρούν τα συμπτώματα τόσο ελαττώνεται και ο χρόνος εφαρμογής του.

 

Οι διατάσεις των μυών και των τενόντων στα όρια του πόνου ξεκινάνε από τις πρώτες μέρες μαζί με την ανάπαυση και την αντιφλεγμονώδη αγωγή. Μόλις ελαττωθεί ο πόνος ξεκινάνε οι ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών. Η ενδυνάμωση ξεκινά με ισομετρικές ασκήσεις προοδεύει στο πλήρες εύρος τροχιάς ενάντια στη βαρύτητα και στη συνέχεια με ελαφρά βάρη στο εύρος τροχιάς χωρίς πόνο.

Στην περίπτωση που η εφαρμογή της συντηρητικής θεραπείας για περίοδο περίπου 6 μηνών και μετά από έγχυση κορτικοειδών, δεν αποφέρει αντιμετώπιση του προβλήματος, τότε η θεραπεία γίνεται χειρουργικά.

Ωλένια Νευρίτιδα

Η Ωλένια Νευρίτιδα είναι πάθηση που οφείλεται σε πίεση του Ωλένιου νεύρου στην έσω πλευρά του αγκώνα απ’ όπου το νεύρο διέρχεται από ένα στενό πέρασμα. Το πέρασμα αυτό δημιουργείται μεταξύ του αγκώνα και ενός συνδέσμου που δημιουργεί τούνελ (ωλένιο τούνελ) διαμέσου του οποίου διέρχεται το νεύρο. Σε άτομα που χρησιμοποιούν τα χέρια τους πολύ ή κάνουν χειρωνακτικές εργασίες είναι δυνατόν το νεύρο να πιέζεται εντός του ωλένιου τούνελ.

 

 

Η Ωλένια νευρίτιδα εκδηλώνεται ως πόνος ή μούδιασμα στο χέρι με τα συμπτώματα να εντοπίζονται κυρίως στο μικρό δάκτυλο και τον παράμεσο (περιοχές αισθητικής κατανομής του ωλένιου νεύρου). Τα συμπτώματα είναι εντονότερα με τον αγκώνα σε κάμψη και μπορεί να επιδεινώνονται τη νύχτα ενώ σε προχωρημένες καταστάσεις υπάρχει απώλεια της δύναμης του χεριού με αποτέλεσμα τα αντικείμενα να πέφτουν από τα χέρια των ασθενών. Σε χρόνιες παραμελημένες καταστάσεις είναι δυνατόν να επέλθει μόνιμη βλάβη στο νεύρο.

Η θεραπεία της Ωλένιας Νευρίτιδας είναι αρχικά συντηρητική και συνίσταται σε προληπτικά μέτρα όπως αποφυγή πίεσης ή υπερβολικής κάμψης του αγκώνα (χρήση ειδικών ναρθήκων), παγοθεραπεία καθώς και σε φαρμακευτική αγωγή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη αναλγητικά. Σε εμμένουσες περιπτώσεις έχει ένδειξη η έγχυση κορτιζόνης τοπικά. Η έγχυση ωστόσο, θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά και από ιατρούς με εμπειρία καθώς συνυπάρχει ο κίνδυνος βλάβης στο νεύρο από την ένεση.

Όταν τα συμπτώματα γίνουν έντονα και πολύ συχνά σε βαθμό που να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς θα πρέπει ο ιατρός να συζητήσει μαζί σας την περίπτωση χειρουργικής αντιμετώπισης της πάθησης. Σε απλές περιπτώσεις η χειρουργική επέμβαση συνίσταται σε απλή διάνοιξη της οροφής του ωλένιου τούνελ. Σε βαρύτερες περιπτώσεις ωστόσο χρειάζεται να γίνει είτε μετάθεση του ωλένιου νεύρου σε περιοχή του αγκώνα όπου να μην υφίσταται πίεση, εκτός του ωλένιου τούνελ, είτε αφαίρεση (οστεοτομία) τμήματος του βραχιονίου οστού (παρατροχίλια απόφυση).

Οι επεμβάσεις αυτές επιτρέπουν στο νεύρο να κινείται πιο ελεύθερα και να μην τεντώνεται όταν ο αγκώνας είναι σε κάμψη. Κατόπιν ο ασθενής ενθαρρύνεται να χρησιμοποιεί τον αγκώνα και το χέρι του ενώ η πλήρης λειτουργικότητα και δύναμη επανέρχονται σταδιακά.